ομοστολος

ομοστολος
    ὁμόστολος
    ὁμό-στολος
    I
    2
    [στέλλω] сопровождающий, сопутствующий
    

(τινος Soph.)

    II
    2
    [στολή] в одинаковом одеянии, т.е. одинаковый, сходный
    

μορφῆς δ΄ οὐχ ὁ. φύσις Aesch. — наружность (у народов Нила и Инаха) различна


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ομοστολος" в других словарях:

  • ὁμόστολος — in company with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόστολος — (I) ὁμόστολος, ον (Α) 1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης 2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό στολος]. (II) ὁμόστολος …   Dictionary of Greek

  • ὁμόστολον — ὁμόστολος in company with masc/fem acc sg ὁμόστολος in company with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστόλοις — ὁμόστολος in company with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστόλους — ὁμόστολος in company with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόστολοι — ὁμόστολος in company with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»